|
малоазиатский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малоазиатский? — μικρασιατικός как с (ново)греческого переводится слово μικρασιατικός? — малоазиатский — καραπουτσακλάρα — ασύστολος — γεραματιάζω — αθεόφοβος — ρεκασμός — πτωχοκομείο — αστραχάς — μισοανοικτός — κατακάθημαι — ιρλανδικός — διπλομανταλώνω — τσαπέλλα — άχθος — τοκάρω — πυργωτός — διημερεύω — ήρα — αφορτος — μονέδα — μεταμαγεία — μετατόπισμα |
|||