|
η сверхурочная работа; παίρνω γιά ~ — получать сверхурочные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сверхурочная работа? — υπερωρία как с (ново)греческого переводится слово υπερωρία? — сверхурочная работа — αθεμελίωτος — τραβώ — λήσταρχος — συχωρνάω — γκαλόπάρισμα — παλιννόστηση — αδιακανόνιστος — εύρος — φθάνω — καρεκλοπόδαρο — ινδικός — Θεσσαλός — πελαγωμένος — προσκείμενος — αυτοφανής — ραφανίδα — κομιτάτο — πικραίνω — πυροβόλος — λεπτοκάρυο — ακτινοσκοπώ |
|||