|
предотвращающий взрыв #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предотвращающий взрыв? — αντιεκρηκτικός как с (ново)греческого переводится слово αντιεκρηκτικός? — предотвращающий взрыв — βουνήσχος — αντάρτισσα — βαμμένος — καλαθοσφαίριση — ανάλογα — αγγελοπρόσωπος — αποσπάζω — ταράττομαι — ξώ — ολήμερα — αισχρολογικός — δουρβάνι — αδάγκωτος — αναβαπτιστής — κατάκτηση — πετροκοπιό — παρεγκεφαλίτιδα — μαυροπούλι — μαστέλλο — γλωσσίτσα — εγγυημένα |
|||