|
скандинавский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скандинавский? — σκανδιναυικός как с (ново)греческого переводится слово σκανδιναυικός? — скандинавский — κλαψούρισμα — επιζήτητος — μνημείο — τιγράκι — παρθεναγωγείο — ιππεύω — γναθικός — κατοπτεύω — διμηνίτης — παράβυστον — περίπτυξη — πάχος — φυγοπονία — Πελοπόννησος — εξετράπην — τορευτός — μηχανοποιώ — χαλυβοποιείο — πιατικό — ακαος — απογειώνω |
|||