|
тип. линотипный; ~ή μηχανή — линотип #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линотипный? — λννοτυπνκός как с (ново)греческого переводится слово λννοτυπνκός? — линотипный — γενετικός — συμπώ — γλωσσόχορτο — εγχειρισμός — λίθινος — αυτοκτονώ — ταλκης — ηδυπάθεια — εξαποδώς — αποφαλάκρωση — ζαχαρί — ανεξασθένιστος — αχαράκωτος — βαράθρωση — ξεσκονίζω — κίτρινος — μεταστρέφω — μαργαριτάρι — βραχιόνιος — αποκλάδι — επόχλευσις |
|||