|
η ворона; === γίνομαι ~ στό μεθύσι — напиться до бесчувствия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ворона? — κουρούνα как с (ново)греческого переводится слово κουρούνα? — ворона — προσφυγοπατέρος — περσιστί — γλεντοβολάω — πλατανόφυλλο — μεσοκλιματολογία — αλλοιώς — μεγολόνους — υποστύλωση — ανθοπώλις — τρίμετρος — πατομπούκαλο — πολύγραφο — αγριόσκυλο — μαραζιάρικος — δυτικώς — φασιστικός — απόδειξη — αμμωνία — υπαλείφω — απότομο — προσχώρηση |
|||