Новогреческий словарь
προβοσκίδα
προβοσκίδα
η
хобот; хоботок
(у насекомых)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хобот
? —
προβοσκίδα
как на
(ново)греческом
будет слово
хоботок
? —
προβοσκίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
προβοσκίδα
? — хобот, хоботок
#
(ново)греческий словарь
—
τελείως
—
τριποδίζω
—
λούσιμο
—
χώσιμο
—
μυθομανής
—
εκβαρβαρώνω
—
ωκυτόκιο
—
ρωμαίϊκα
—
έγκυος
—
επέλαση
—
λογούμαι
—
παρασπόνδηση
—
εντειχισμός
—
αλλόγλωσσος
—
κεραυνόπληκτος
—
τοξικός
—
φίλμ
—
δαρμός
—
αναψυχώνομαι
—
λιθανθρακωρύχείο
—
αεροδρομικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,