|
η хобот; хоботок (у насекомых) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хобот? — προβοσκίδα как на (ново)греческом будет слово хоботок? — προβοσκίδα как с (ново)греческого переводится слово προβοσκίδα? — хобот, хоботок — τεκνοποίηση — ψιλοδουλεμένος — φρικίασις — γονάτιο — ενδοκράνιος — αλειμματοδόχη — αμάτωτος — τραχηλιά — πολυτεκνία — κοινώς — δεκαεννιά — μουρλέγκω — παράγων — θωρακισμός — ακατέργαστος — βροχοσκόπηση — ρεμάλι — μακιγιαριστής — επιούσα — αντικτύπημα — βαρελοσανίδα |
|||