|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιθυφαλλικός? — — δεματίζω — ατράχτι — προσεταιρισμός — ηλιόφοβος — βερβέλι — φώκαινα — υλοτομώ — σέρτισσα — παραχείμαση — συγκαίω — αυτοκόλλητος — μινύρισμα — γραφή — θερμά — σφίξη — βρακοπόδι — θοπτικά — μονόματος — καπνομάγαζο — εποίκησις — άρμα |
|||