|
дарить; жаловать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дарить? — δωρώ как на (ново)греческом будет слово жаловать? — δωρώ как с (ново)греческого переводится слово δωρώ? — дарить, жаловать — καπηλείο — διαχείμανση — λογάδην — ερημωτικός — καρπαθιανός — υπνοβατικός — εβδομηκονταετής — λιποθυμισμένος — συνείδηση — πρόναυλος — άρρηχτος — αθεμελίωτος — χωρατά — πασχαλιάτικος — πολυδύναμος — αμαξηλάτης — πιέτα — ζωάνθρωπος — σουρτορόλα — συγκολλώ — αμπάρωτος |
|||