|
ист. преторианский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преторианский? — πραιτωρικός как с (ново)греческого переводится слово πραιτωρικός? — преторианский — ξεβούλωτος — χρυσόκολλα — ασβεστίτης — ξεμυστηρεύομαι — φωτοφόρον — ανατροφοδοτώ — οντολόγος — διαμαντόσκονη — ματσωμένος — άξεστα — ανθεστήρια — διαμοιβή — ανεμοδούρι — οξυρεγμία — ανάκατος — πετονιά — οίον — αεροπλάνο — άτιτλος — άχρειος — συκεών |
|||