|
το 1) раствор (строительный); 2) штукатурка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раствор? — κονίαμα как на (ново)греческом будет слово штукатурка? — κονίαμα как с (ново)греческого переводится слово κονίαμα? — раствор, штукатурка — αρμεξιά — σθεναρώς — διαφώσκω — αντιδηλώνω — σκοτισμός — αδημονώ — δουρβάνι — ασανσέρ — Ιούνιος — κάσσα — νομιμοποίητος — ανιώ — γλυκοαίματος — συνεργαζόμενος — αντισυνταγματικός — ζέρδελο — συγκαταβατικός — διαπλέκομαι — τουρκέτης — μνηστεία — ενάγουσα |
|||