|
η укомплектовывание (людьми); ~ τού πλοίου — укомплектовывание экипажа судна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укомплектовывание? — επάνδρωση как с (ново)греческого переводится слово επάνδρωση? — укомплектовывание — ενδεκαδικός — αρτιότητα — ξεσκοτίζομαι — άψοφος — σκωπτικότητα — κατασβήνω — δυσανάγνωστος — παίρνω — δούλευση — τζουμπούσι — τοποθέτηση — σαγγηνεύω — μινιστέριον — αποδημητικός — αφρολογώ — θησαύρισμα — αρέσκομαι — αμάχητο — δευτερίά — Κιργισία — κλιμακτηρικός |
|||