|
1. быстрый бег; галоп; 2. бегом; πάω ~ — бежать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстрый бег? — πιλάλα как на (ново)греческом будет слово галоп? — πιλάλα как на (ново)греческом будет слово бегом? — πιλάλα как с (ново)греческого переводится слово πιλάλα? — быстрый бег, галоп, бегом — απελευθερωτής — ανεμότρατα — επιγάστριον — κανονιέρης — κυριολεκτικά — ξινόμηλο — παραληρητικός — κορνιαχτός — διαφωνία — πυγμάχος — αποβραδινός — αναερόβιος — ανορθώνομαι — ενοικιαστής — σίγμα — ξανοσταίνω — φανελλάς — μεγαλοκαμωμένος — απαραίτητος — τετράγωνος — μπάτσος |
|||