|
1) карьеристский; 2) авантюристический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карьеристский? — αρριβιστικός как на (ново)греческом будет слово авантюристический? — αρριβιστικός как с (ново)греческого переводится слово αρριβιστικός? — карьеристский, авантюристический — ακατάστρωτος — ηλιογέννητος — ψάθη — μαγκλάρας — νταμαρήσιος — συμπίληση — βοϊδόγλωσσα — αυτοπροαίρετα — σωρεία — γλεύκος — έκταχτος — τελεολογικός — βεβηλώνώ — πρωτόπολη — παιδολογικός — Λεβαντίνος — έντομο — αποζώ — αποσπεριάτικος — χαϊδιάρης — αέριος |
|||