|
το мор. подъём (якоря, груза) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подъём? — βιράρισμα как с (ново)греческого переводится слово βιράρισμα? — подъём — αιγόκλημα — σπιτωμένη — στέαρ — χαρίεις — διαφύλαξη — αναξήρονση — συναινετικά — κογχυλιάτης — άντρας — ἱερακάριος — δειλινός — γουφάρι — γυροπλάνο — γραμμοσχεδίασμο — λέκ — τεχνολογώ — μάζωμα — φαρμακοχημεία — βούρκωμα — διπλωμένος — περικάμπτω |
|||