|
το невозможность вместиться; στήν αίθουσα είχε καταργηθεί τό ~ — зал наполнен до отказа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невозможность вместиться? — αδιαχώρητο как с (ново)греческого переводится слово αδιαχώρητο? — невозможность вместиться — ξινομυζήθρα — αλατισμένος — κάντιο — καλοφκιαγμένος — ταραχτός — ανάργυρος — καταστολή — χελιδών — αμμούδα — αποφεύγω — αφεντοπούλα — βουβαίνομαι — εκποιώ — διαχείμανση — εδαφισμός — ινδολόγος — επινίκιος — θλίβω — φορτέτσα — τσάχαλο — εγρηγορώ |
|||