Новогреческий словарь
αδιαχώρητο
αδιαχώρητο
το
невозможность вместиться
;
στήν αίθουσα είχε καταργηθεί τό ~ — зал наполнен до отказа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
невозможность вместиться
? —
αδιαχώρητο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδιαχώρητο
? — невозможность вместиться
#
(ново)греческий словарь
—
σχίσμα
—
κύλισμα
—
αρχαιοφύλακας
—
υψώνομαι
—
εντερορραφία
—
λευκοσιδηρούργός
—
αντιμίλημα
—
υδρομάστευση
—
απότηξη
—
δαιμονομανής
—
μπρίκ
—
ιδιοσυστασία
—
πλαγιάζω
—
επάρτης
—
απρακτώ
—
διατειχίζω
—
παραγνωρίζω
—
ξεθάμπωμα
—
στίβος
—
καπελλαδούρα
—
γιάσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве