|
το муз. стаккато #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стаккато? — στακκάτο как с (ново)греческого переводится слово στακκάτο? — стаккато — ξελαφρώνω — άνθρακας — νταλκαβούκης — αλουλούδιαστος — ενύδρωσις — ευεργεσία — ασύνδετον — ενδοστρεφής — ντουλάπα — νυχτ- — ιστοριογραφία — αγευμάτιστος — εξορκιστικός — αχλαδόκρασο — αργοσάλεμα — βρωμοκοπώ — αυλακώνω — θαλασσομαχώ — μαλαματοκαπνίζω — δείλινίζω — αναρριχητικός |
|||