Новогреческий словарь
επέβην
επέβην
αόρ. от επιβαίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επέβην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακριβαγόραστος
—
εδέησα
—
λιθοβολία
—
αποφώλι
—
υδροσωλήνας
—
μαρμαροδουλειά
—
νόνα
—
θρηνώδης
—
αναχρονιστικός
—
πρόβλεψη
—
κουτρουβαλώ
—
γουώτερ-πόλο
—
δαφνοστεφανώνω
—
βάρβαρα
—
βιοδιασπώμενος
—
αστραποβολητό
—
ξέψυχος
—
πλήθυνση
—
ταμπουρώνομαι
—
χρονοχρέωση
—
γινώσκω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве