|
датский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово датский? — δανικός как с (ново)греческого переводится слово δανικός? — датский — ριξιά — γλιγουδιάρης — βύζασμα — κηπουρικός — ξώ — βυσσινύς — χουχουριστής — ραφιναρισμένος — μαγνητοθεραπεία — επίχρισμα — αλλοίθωρος — προλεταριακός — κλωστοβιομηχανία — καμηλοπάρδαλη — αντεισαγγελεύω — πυριτικός — στηθοσκοπικός — μυομήτριο — αποσταλακτικός — ρυζόγαλο — άρθηκας |
|||