|
το след; ακολουθώ τά ~α κάποιου — перт. идти по (__чьим-л.__) стопам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово след? — χνάρι как с (ново)греческого переводится слово χνάρι? — след — κρατούντες — ευκατάβλητος — χολιάζω — κηδεστία — αναλιγώνω — τυφλόμυιγα — ουρανοθέμελα — ολοκαιρίς — εμβρυογονία — ράτσα — ελατήσιος — απείραστος — παλιοσέντονο — ηχοβόλιση — εξώδερμα — οικτιρμόνως — παραμελημένος — υμείς — ιδιοτελής — λενινιστικά — απόκλιση |
|||