|
бот. имеющий два стебля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два стебля? — δίκαυλος как с (ново)греческого переводится слово δίκαυλος? — имеющий два стебля — αυτοσαρκασμός — κηδεύω — κονιοποιώ — στατήρας — κουμπώνω — γνεφτά — εξευρετικός — μπερμπάντεμα — θαλασσώνω — εμμένω — συναποκομίζω — καθοδικώς — λινομπάμπακος — πολωνέζικος — γούζω — ρητορικότης — παρεμβατικός — καταπονημένος — γαυγίζω — σπερδούκλι — μειοβένθος |
|||