Новогреческий словарь
πηροδάκτυλος
πηροδάκτυλ|ος
короткопалый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
короткопалый
? —
πηροδάκτυλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πηροδάκτυλος
? — короткопалый
#
(ново)греческий словарь
—
παίζω
—
ξεφάντωμα
—
εξερευνητής
—
σαβάνα
—
μεταπίπτω
—
σκωρίαση
—
σαυρίδι
—
ταινία
—
τζίτζερ
—
φλοκκιαστός
—
πολυμέλεια
—
εξυβρίζω
—
συντρίμμι
—
συκοφαντώ
—
λονδίνιος
—
πρόστριψη
—
δαντελλωτός
—
σχιζοφρενής
—
αστερόεσσα
—
φασισταράς
—
τετράπλευρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве