Новогреческий словарь
νομιμοποίητος
νομιμοποίητ|ος
узаконенный, признанный законным
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
узаконенный
? —
νομιμοποίητος
как на
(ново)греческом
будет слово
признанный законным
? —
νομιμοποίητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
νομιμοποίητος
? — узаконенный, признанный законным
#
(ново)греческий словарь
—
ήλιος
—
αλκοολικότητα
—
εξιλεωτικός
—
τρουλαίος
—
γενεαλογούμαι
—
ανεξίθρησκος
—
λειότητα
—
επίγειος
—
κορασίδα
—
στρωτήρας
—
μεσοσπονδύλιος
—
χώνω
—
βαροθερμογράφος
—
περιδιαβάζω
—
χωρογράφος
—
γιαλώνω
—
άνθος
—
στενότητα
—
κοπτήριο
—
συσχετικός
—
ρομαντζάρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве