|
ο оракул #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оракул? — χρησμολύτης как с (ново)греческого переводится слово χρησμολύτης? — оракул — γονικά — απέθανα — εκβοτρυωτής — αχάριστος — καρυοειδής — μονοιασμένα — οστούν — αναφλεγμαίνω — φιλοξενούμαι — κόλο — τυραννισμένος — δολοπλοκώ — ξυλότοιχος — αρβυλάδικο — σκατούλα — σφρίγος — ανάλλαχτος — δηλητήριο — αστρόφεγγο — ανθρωπότη — φυλλοβολώ |
|||