|
το 1) дневной заработок; 2) рабочий день; αυτό θέλει εφτά ~α γιά νά γίνει — [phrase]на это потребуется семь рабочих дней[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дневной заработок? — ημερομίσθιο как на (ново)греческом будет слово рабочий день? — ημερομίσθιο как с (ново)греческого переводится слово ημερομίσθιο? — дневной заработок, рабочий день — εμφανίζομαι — λιθοβόλημα — μορφινισμός — συσσωμάτωση — επίβρεγμα — νουβέλλα — μοιραία — σπλάχνος — ζουλόβατος — απειραγάθως — αυτοκρατικός — ζεύξιμος — νώτο — μπατάκι — ατομικιστής — λαγούμι — δυσκολοπίστευτος — πατσός — απαιδος — μισοφέγγαρο — μασητικός |
|||