|
η мед. нефрит, воспаление почек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нефрит? — νεφρίτιδα как на (ново)греческом будет слово воспаление почек? — νεφρίτιδα как с (ново)греческого переводится слово νεφρίτιδα? — нефрит, воспаление почек — ουρηθρίτιδα — αξεπέραστος — χειράγρα — φερετροποιείο — αλική — λωποδυτώ — αλτρουιστικά — μπατίκια — πταίω — παραχωρητικός — μονατομικός — καϊκιά — βουναλάκι — υπερωριμάζω — γλωσσικός — στηλιτευτικός — παράπονο — πριόνισμα — ξεθεμέλιωμα — μπριστόλ — βρεχούμενος |
|||