|
ο 1) дед, дедушка; 2) старик; οι ~ούδες — а) старики; б) предки; === έλα παππού νά σού δείξω τ' αμπελοχώραφά σου — погов. [phrase]яйца курицу не учат[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дед? — πάππος как на (ново)греческом будет слово дедушка? — πάππος как на (ново)греческом будет слово старик? — πάππος как с (ново)греческого переводится слово πάππος? — дед, дедушка, старик — αθύμιστος — πάστα — πλοίο — ανέχομαι — αναγινώσκω — αχαράκωτος — δικαιωματικός — έξοδο — έμμισθος — παλιάτσος — εκλόγιμος — αμαλάκυντος — ασπούδαστος — απαλότητα — αυταπάτη — αβανγκαρντιστής — χειρομάντισσα — κουβούκλιο — πνευματόλυση — παρασκευαστής — φωτοτσιγκογραφία |
|||