|
ο вышивальщик золотом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивальщик золотом? — συρμακέζης как с (ново)греческого переводится слово συρμακέζης? — вышивальщик золотом — ίζημα — ταπεινοφρονώ — φωνομετρικός — αξίνα — εύθετα — ρουλεμάν — ημερομίσθιος — αλογοφόρτι — νεραντζέα — μπιρμπίλι — σκεπτικός — διπροσωπία — ορθοτομία — ανακλώμαι — κοχλιοτομέας — συνοδικώς — μιτάρωμα — πλατύσκαλο — έπαθλο — αναμισθωτήριον — λογικός |
|||