|
ο цикада; стрекоза (в басне) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цикада? — τζίτζιρας как на (ново)греческом будет слово стрекоза? — τζίτζιρας как с (ново)греческого переводится слово τζίτζιρας? — цикада, стрекоза — μονοκομματικός — βούρα — συντροφικά — καταπιεστικά — επταμηνίτικος — βίος — απαιτητός — φύτεμα — προπυρήνας — χρωματογραφώ — διμερής — σιναπέλαιο — τμήση — πρωθυπουργός — θρυαλλίδα — παραμυθητικός — διατείνομαι — γκόρτσι — φακορυζόσουπα — αλανοπερίστερο — ψήνω |
|||