|
η 1) большая подушка; 2) валик (диванный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большая подушка? — μαξιλλάρα как на (ново)греческом будет слово валик? — μαξιλλάρα как с (ново)греческого переводится слово μαξιλλάρα? — большая подушка, валик — ισο- — κατάστιξη — λεμονοδάσος — λούγκρα — εδρεύω — κεραυνώνω — λυσσομανία — σκανδαλιάρικος — τελώνιο — αμείλικτος — πηχτή — αραποσίτικος — αποδεκατίζω — λογαριασμός — τρύπηση — άθρεφτος — κριάρι — τραυματικός — κοφεόδενδρον — ψωνιστήρι — οστριαγάρμπης |
|||