|
(αόρ. (ε)λουσάρισα и (ε)λούσαρα ) наряжать; выряжать; ~αρίστηκε — [phrase]он вырядился[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наряжать? — λουσάρω как на (ново)греческом будет слово выряжать? — λουσάρω как с (ново)греческого переводится слово λουσάρω? — наряжать, выряжать — βιω — αλαφροζυγιάζομαι — γάντζωμα — υδροκίνητος — μαρασμός — υδραργυρίαση — πετσωμός — αμάθητος — ναυλαγορά — ιεροεξεταστής — εκτροπή — θύμωμα — ετεροθαλής — εξερεθίζω — αρχοντογιός — γωνιομετρία — σερβίτσιο — ξεκουφαίνω — συντομογραφικά — χειρομάχος — ψάρι |
|||