Новогреческий словарь
λουσάρω
λουσάρω
(αόρ. (ε)λουσάρισα и (ε)λούσαρα )
наряжать; выряжать
;
~αρίστηκε — [phrase]он вырядился[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наряжать
? —
λουσάρω
как на
(ново)греческом
будет слово
выряжать
? —
λουσάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
λουσάρω
? — наряжать, выряжать
#
(ново)греческий словарь
—
νομαδισμός
—
διαδραστικός
—
κοσπεντάρικο
—
γενναιόψυχος
—
ρακοπουλείο
—
σκοπούμενος
—
έγκλεισμα
—
νηολογώ
—
καταψυχτικός
—
υπερφορτώνω
—
πεντάγραμμος
—
δυωδία
—
πτωχοπροδρομικός
—
επικουρνκός
—
εμπόριο
—
αεροβική
—
τηλεμηχανοποίηση
—
ασυνηγόρητος
—
ψαρομανάβης
—
υστέρημα
—
ψυχασθένεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,