|
ο умывальник, рукомойник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умывальник? — νιπτήρας как на (ново)греческом будет слово рукомойник? — νιπτήρας как с (ново)греческого переводится слово νιπτήρας? — умывальник, рукомойник — μουνάρα — σησαμοπολτός — επανάκτησις — τσιμπηματιά — ακαταπόνητος — επιστημολογία — απεροντωσύνη — καταληψία — θερμόφιλος — εξισωτικός — καταιονίζω — θεμιτός — εμπνευσμένος — ευρωπαίζω — γεβέντισμα — δεντρόκολλα — αδιπλάρωτος — πέμπτος — υδροδυναμικός — ποιμαίνω — ζορμπαδιλίκι |
|||