|
ο 1) просвира (на поминках); 2) мн.ч. кутья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просвира? — αναπάψιμο как на (ново)греческом будет слово кутья? — αναπάψιμο как с (ново)греческого переводится слово αναπάψιμο? — просвира, кутья — καχύποπτος — αποφεύγω — γένι — σιχαμάρα — φανανάπτης — θαλασσόχρους — αργοπεθαίνω — πισώκωλα — αηδονάκι — δίπτωτος — δυό — φαίνομαι — κάλυκας — πνίξιμο — αποχαιρέτισμα — ψώριασμα — εγκόσμιος — αχινόσουπα — αντιδηλώνω — τουρκικός — ανεκτός |
|||