|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιτσιδώνω? — — δελτοειδής — κοντοβράκι — αξεμπέρδευτος — γινάτι — αυτοεξυπηρετούμαι — ἀποοσκοέω — διασωλήνωση — υαλοποίηση — εργοτόκρανον — μπουρινιάζω — ακτινογράφος — μάλαθρο — κουτσομπολίστικος — γεροκολασμένος — γιάτρεμα — τσίμπος — σελεμίζω — παραστάτης — άσωστος — φταίγω — μακραίνω |
|||