|
(-ώνος) ο ист. мужская половина дома #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужская половина дома? — ανδρών как с (ново)греческого переводится слово ανδρών? — мужская половина дома — μικροπρεπής — ανεμβολίοστος — παρωθώ — ανατυλίσσω — ύσγινος — αποδότης — ασκλήρυντος — σεκλετίζομαι — χαρίστρια — καλημέρα — θεωρητικός — αντιπαθώ — κιοφτές — κοίμηση — φτερούγιασμα — παξιμάδα — καπελλαδούρα — λιθοθρύπτης — εγγυοδότης — ενοικίζω — περδικομάτα |
|||