|
τα санскрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санскрит? — σανσκριτικά как с (ново)греческого переводится слово σανσκριτικά? — санскрит — μαχαιροφόρος — γλυκοθώρητος — επιστημονισμός — διαστασιολόγηση — πανταλονάκι — ημίφως — μισθουλάκος — τορευτής — απόδραση — έντομο — λεμοναδίτσα — αντιληπτικά — λανάρι — κλεψιμαίκος — νερώνω — απορία — πλαϊνός — δανείσιμος — κομματιάζω — αναρχικός — αφτέρωτος |
|||