|
солоноватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солоноватый? — υφάλμυρος как с (ново)греческого переводится слово υφάλμυρος? — солоноватый — διάκονος — ανεπιφανής — σπατουλαριστός — προσυλλαμβάνω — αναβρυχώμαι — επενεκτέος — ανεξάνθιστος — ακαματεύω — αμπάρωμα — αποναρκώνω — σπρωξίδι — αιτούσα — γκάβρα — παπλωματού — σταθμογράφος — ακοπάνιστος — στεφάνωση — ανακόπτω — αναμετρώ — έγχυμος — τάλαντο |
|||