Новогреческий словарь
αξαρμάτωτος
αξαρμάτωτ|ος
1)
безоружный
;
2)
неоснащённый
(о суднах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безоружный
? —
αξαρμάτωτος
как на
(ново)греческом
будет слово
неоснащённый
? —
αξαρμάτωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αξαρμάτωτος
? — безоружный, неоснащённый
#
(ново)греческий словарь
—
υγιεινή
—
διαιωνίζω
—
αχερόλασπη
—
αγαπώντας
—
αρχετυπικός
—
αμμόχωστος
—
προσπέρασμα
—
πολιτικός
—
στεριανός
—
νυμφών
—
αδιάσειστος
—
αορίστως
—
χιονιάς
—
μισαλληλία
—
φορμαλιστής
—
εγκάτοικος
—
ευκοίλια
—
λούγκρα
—
αναισθητικός
—
καταπιεστικά
—
παντρολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,