|
1) безоружный; 2) неоснащённый (о суднах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безоружный? — αξαρμάτωτος как на (ново)греческом будет слово неоснащённый? — αξαρμάτωτος как с (ново)греческого переводится слово αξαρμάτωτος? — безоружный, неоснащённый — λαχανίδο — μισάντρα — κυπρέϊκος — χοντροκοπάνα — πλαγιά — αναφαίρετος — απαράγγελτα — κένταυρος — εγκεντρίς — αλτρουίστρια — χαρτογραφημένος — ίλιγγος — γνεθολόγημα — ενεπάγην — ορκοδοτικός — δαιμονικό — προκοίλι — χρωματισμός — υπολογισμένος — φεγγαροντυμένος — χυμένος |
|||