|
η (спец.) снеголом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снеголом? — χιονοθλασία как с (ново)греческого переводится слово χιονοθλασία? — снеголом — προσκόπτω — υπεργλυκαιμία — κοκκύτης — γιρούσι — ψαροφαγία — πλουτώνιο — σωφρονιστήριο — ακατονάλωτος — πληρεξούσιος — φιλανθρωπισμός — βενζεναμίνη — ταννίνη — ίδρωμα — καλωδιωμένος — ακρόρριζο — εχεφροσόνη — χαμηλομάτα — γαλλικά — ποθητός — αναδακρώνω — νταμαρήσιος |
|||