Новогреческий словарь
ατρόμακτος
ατρόμακτ|ος
бесстрашный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесстрашный
? —
ατρόμακτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ατρόμακτος
? — бесстрашный
#
(ново)греческий словарь
—
υγροσκοπία
—
πετσετούλα
—
πραμάτεια
—
βαθιογάλαζος
—
θαλασσογραφικός
—
κεφαλώνω
—
αυτοαιμοθεραπεία
—
σαδιστής
—
μεταμορφώνω
—
ραπανάκι
—
ανεκτικότητα
—
αρχοντάνθρωπος
—
πνευμονεκτομή
—
πνεύμονας
—
καλαμώνας
—
ξεχειμαδιό
—
αφαιρέσιμος
—
οκταπόδιον
—
νυμφεύομαι
—
αμφικάλυμμα
—
τρικάταρτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,