|
бесстрашный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесстрашный? — ατρόμακτος как с (ново)греческого переводится слово ατρόμακτος? — бесстрашный — χωρατό — πλατύβαθμον — αποδεικτικός — βαριοθυμιά — ζαλίκα — εμπορομανάβης — στοιχειακός — τετράκωπος — πιθυμιά — αριθμητικό — ιδεογραφίο — καγκελλώνω — αυτοφανής — πορφύρα — διερμηνέας — προσκύνημα — τάλας — γαμβρός — έποψη — κραυγαλέος — εμποροπανηγύρη |
|||