|
вторично вступивший в брак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вторично вступивший в брак? — δευτερόγαμος как с (ново)греческого переводится слово δευτερόγαμος? — вторично вступивший в брак — βρυόφυτα — λειωμένος — επανείπον — κατάπιωμα — διογκωτικός — ευεπίφορος — κύπρος — κοντόξυλο — σμαραγδίτης — προσκομίζω — ντουφέκι — αναμασώ — εκσκαπτικός — κηδεμονεύω — ψηφοθέτιδα — σπαθασκία — ξαλλάσσω — σκάψιμο — αναφέρσιμος — επιδείνωση — αλήθεια |
|||