|
хорошо сложённый; изящный (о линиях тела) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хорошо сложённый? — καλλίγραμμος как на (ново)греческом будет слово изящный? — καλλίγραμμος как с (ново)греческого переводится слово καλλίγραμμος? — хорошо сложённый, изящный — αυτοκινούμενος — πείρα — πηδηματιά — αιχμαλωσία — άκαμπτος — απολυταρχικός — ασκούμενος — αλιόφως — χοντρός — αφιλοσόφητος — ανατύπωση — συντελούμαι — ξετυλίζομαι — ανοδικός — αλέκιθος — κλωθογυρίζω — γαστρεντερικός — ελεφάντειος — αρμενοβέλονο — ανθρωπολατρεία — Βαροθερμοϋγροανεμογράφος |
|||