Новогреческий словарь
ενόψει
ενόψει
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενόψει
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αμφιρρέπεια
—
εμφυτευτικός
—
λούπα
—
Μεσαίωνας
—
κουλτουριάρα
—
ατομισμός
—
συντηρητικός
—
αποτεφρώνω
—
μεταδοτικός
—
πρωταγωνίστρια
—
καλολαδωμένος
—
μού
—
αφυλαξία
—
δύσβατος
—
εμπιστεύομαι
—
σιτοπαραγωγικός
—
άπαις
—
ομογένεια
—
απαλλοτριώνομαι
—
γανωματάς
—
τουρκέτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве