|
το проветривание; вентиляция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проветривание? — αέρισμα как на (ново)греческом будет слово вентиляция? — αέρισμα как с (ново)греческого переводится слово αέρισμα? — проветривание, вентиляция — ανάβραστος — διαπερατότητα — γαυρώνω — λατρεύω — ανδρών — πεδούκλα — μούχρωμα — επίσημοι — πένταθλο — πανθεϊστικός — φώς — ακαταλληλότητα — γύψωση — διπλοκάμπανο — ανάπτω — αμεριμνομέριμνος — αναγνώστρα — προεκβάλλω — κατακόβω — γαληνότατος — λεμονόστυμμα |
|||