|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λουμπάγκο? — — αβλαφτος — ζαρόγρια — νώτο — σιτοπαραγωγή — εξάπλωση — μπουρινιάζω — καταμαρτυρία — παραμαγνητικός — άσφαλτος — εγχέλιον — πύξος — τιγράκι — ρωμαίϊκο — υπογονιμότητα — πάχυνση — βλαστοκοπω — χαλνώ — στενομπόλι — σκόμβρος — αδελφομεράδι — μυλωθρίς |
|||