|
το драпировка, драпирование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драпировка? — στόρεσμα как на (ново)греческом будет слово драпирование? — στόρεσμα как с (ново)греческого переводится слово στόρεσμα? — драпировка, драпирование — αδυναμία — ταγμένος — γραφειοκράτις — αγγειοχειρουργός — ζευγάρωμα — ορθοποδίζω — επικρεμώ — στοιβάζω — γαλλοπούλα — αρσενικό — ταμπουρώνομαι — τουρκοκρατία — δίχροος — πουλάδα — ξεπουπουλλιάζω — χαλίνωση — μουσκεμένος — ακυρίευτος — γλιστεράδα — τρακάρω — λουτήρας |
|||