|
το запас товаров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запас товаров? — στοκ как с (ново)греческого переводится слово στοκ? — запас товаров — μπάλσαμο — αποκαταστάσιμος — αλληλεπιδραστικός — σαγήνευμα — τσαρούχι — καπνότοπος — ακαταζήτητος — αμαζόνιος — ξυλάς — αντιδραστικός — φαρέτρα — καμάρωση — διασαφώ — εύχρωμος — ανεμόβροχο — διπόντες — ποσαπλάσιος — ασημόκουπα — μαργιόλεμα — γραμμογραφία — πιπέρι |
|||