Новогреческий словарь
πτυοσκαπάνη
πτυοσκαπάνη
η
кирка-лопата
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кирка-лопата
? —
πτυοσκαπάνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
πτυοσκαπάνη
? — кирка-лопата
#
(ново)греческий словарь
—
ανεκδοτικός
—
προσωπιδοφόρος
—
διεξέρχομαι
—
καταδεκτικός
—
κρεατομάχαιρο
—
μεφιστοφελικός
—
γαβαθίζω
—
άς
—
λαμπικαρισμένος
—
κινητοποιώ
—
ιστότοπος
—
αλάκητος
—
τριγαμία
—
αντιβηχικό
—
ποικιλόχροια
—
συκών
—
καστραβέτσι
—
τραγουδίστρια
—
ανταλγικός
—
τραυματιοφορίνα
—
στρέμμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,