Новогреческий словарь
παλιγγενεσία
παλιγγενεσία
η
возрождение
;
εθνική ( — или. ελληνική) ~ освобождение Греции (от турецкого ига)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
возрождение
? —
παλιγγενεσία
как с
(ново)греческого
переводится слово
παλιγγενεσία
? — возрождение
#
(ново)греческий словарь
—
ολκή
—
αντεπιστρέφω
—
σωληνοειδής
—
βολλεϋ-μπώλλ
—
πάννα
—
ναρκομανής
—
ακραίχμιον
—
κατσουφιάζω
—
ιστοθέτηση
—
δράκοντας
—
πετραχήλι
—
ελληνιστικός
—
παλιούρι
—
ανήγαγον
—
λεμονύς
—
βυθόμετρο
—
κηροζίνη
—
σιδηρομαγγάνιο
—
αφύλαχτος
—
φιλοκυβερνητικός
—
παρτέντζα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве