|
светить тусклым светом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово светить тусклым светом? — λαμπίζω как с (ново)греческого переводится слово λαμπίζω? — светить тусклым светом — κακοψημένος — αποσοβώ — πατριμόνιο — στομάχιασμα — άρπαξ — τσιγγούνικος — πολυλογία — αστρομαντεία — γεωγράφος — λήψη — παζαριάτικος — γλιτωμός — υπόκλιση — τιάρα — ρακοπότηρο — σκανδαλιστικός — εύστροφος — τσιμεντοπάσσαλος — αγαλλίαση — ασφόδελος — προνοώ |
|||